- ἐξαπατητικόν
- ἐξαπατητικόςcalculated to deceivemasc acc sgἐξαπατητικόςcalculated to deceiveneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξαπατητικός — ή, ό (Α ἐξαπατητικός, ή, όν) 1. ο κατάλληλος ή ικανός να εξαπατά («καὶ τοῡτο γὰρ ἐξαπατητικόν τῶν πολεμίων», Ξεν.) 2. αυτός που γίνεται για εξαπάτηση, ο παραπλανητικός, ο απατηλός … Dictionary of Greek